- διαιρώ
- (AM διαιρῶ, -έω) [αιρώ]1. χωρίζω σε μέρη, κατατέμνω, μερίζω2. εκτελώ την πράξη τής διαίρεσης3. διχάζω, προκαλώ διχόνοια, διασπώ την ενότητα («διαίρει και βασίλευε» — φρόντιζε να σπέρνεις τη διχόνοια ανάμεσα στους εχθρούς σου, ώστε να κυβερνάς ανεμπόδιστος)αρχ.1. διανοίγω, διαχωρίζω2. διαρρηγνύω, καταστρέφω, κατεδαφίζω3. (το ουδ. τής μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) το διηρημένοντο ρήγμα4. διαλύω5. διακόπτω τη συνέχεια6. στίζω7. αποχωρίζω κάτι8. αποφασίζω, κρίνω, δικάζω9. προσδιορίζω10. διαστέλλω11. ερμηνεύω*12. μέσ. διαιρούμαι μοιράζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.